- σταγών
- στᾰγών, όνος, ἡ, ([etym.] στάζω)A drop, κροκοβαφὴς ς., of blood, A.Ag.1122 (lyr.), cf. Ch.400 (anap.);
φόνου S.OT1278
, cf. E.Ba.767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.);σ. ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8
; δίψιοι ς., of tears, A.Ch.186, cf. Ag.888; οἴνου χλωραὶ ς. E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία ς., of wine, Ephipp.29;τῆς . . ἀπὸ Λέσβου . . σταγόνος Antiph.174.5
;σ. σπονδῖτις AP6.190
(Gaet.); σ. μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.);σ. πίσσης Str.16.2.44
; σ. τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36;ψυχραῖσιν σταγόνεσσι
with dew-drops,IG
14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626).II a metal,= ὀρείχαλκος or ἄσπρον χάλκωμα, Ti.Locr.99c, v. Sch. (p.22 ed. Gelder).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.